Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυλείτης — ο βλ. αυλίτης … Dictionary of Greek
αυλίτης — αὐλίτης και αὐλείτης, ο (Α) [αυλή] υπηρέτης αγροτικής κατοικίας … Dictionary of Greek
αὐλεῖται — αὐλέω play on the flute pres ind mp 3rd sg (attic epic) αὐλείτης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)